δυσεύρετος

δυσεύρετος
-η, -ο (AM δυσεύρετος, -ον)
αυτός τον οποίο δύσκολα βρίσκει κανείς, σπάνιος («δυσεύρετα τρόφιμα»)
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται ή διακρίνεται («δυσεύρετον γένος»)
2. εκείνος από τον οποίο δύσκολα βρίσκει κανείς δίοδο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δυσεύρετος — hard to find out masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεύρετος — η, ο αυτός που δύσκολα μπορεί να βρεθεί, σπάνιος: Για την αρρώστια του χρειαζόταν ένα δυσεύρετο φάρμακο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυσεύρετον — δυσεύρετος hard to find out masc/fem acc sg δυσεύρετος hard to find out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσευρέτοις — δυσεύρετος hard to find out masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσευρέτου — δυσεύρετος hard to find out masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσευρέτους — δυσεύρετος hard to find out masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσευρέτων — δυσεύρετος hard to find out masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσευρέτῳ — δυσεύρετος hard to find out masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεύρετα — δυσεύρετος hard to find out neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεύρετοι — δυσεύρετος hard to find out masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”