- δυσεύρετος
- -η, -ο (AM δυσεύρετος, -ον)αυτός τον οποίο δύσκολα βρίσκει κανείς, σπάνιος («δυσεύρετα τρόφιμα»)αρχ.1. αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται ή διακρίνεται («δυσεύρετον γένος»)2. εκείνος από τον οποίο δύσκολα βρίσκει κανείς δίοδο.
Dictionary of Greek. 2013.